εφολκή

εφολκή
η буксировка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εφολκή" в других словарях:

  • εφολκή — η (ΑΜ ἐφολκή) [εφέλκω] νεοελλ. το να σύρει κάποιος πίσω του ένα αντικείμενο, η ρυμούλκηση, η προσέλκυση, ο εφελκυσμός μσν. προσέλκυση αρχ. ώθηση …   Dictionary of Greek

  • ἐφολκῆς — ἐφολκή tension fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφολκήν — ἐφολκή tension fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφολκά — ἐφολκά̱ , ἐφολκή tension fem nom/voc/acc dual ἐφολκά̱ , ἐφολκή tension fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐφολκός drawing on neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»