- εφολκή
- η буксировка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εφολκή — η (ΑΜ ἐφολκή) [εφέλκω] νεοελλ. το να σύρει κάποιος πίσω του ένα αντικείμενο, η ρυμούλκηση, η προσέλκυση, ο εφελκυσμός μσν. προσέλκυση αρχ. ώθηση … Dictionary of Greek
ἐφολκῆς — ἐφολκή tension fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφολκήν — ἐφολκή tension fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφολκά — ἐφολκά̱ , ἐφολκή tension fem nom/voc/acc dual ἐφολκά̱ , ἐφολκή tension fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐφολκός drawing on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)